Πριν χρόνια, έμπλεξα σε μια συζήτηση με μια γυναίκα σχετικά με τα προτερήματα ενός κώδικα αξιών, που βασίζεται στις αρχές της λογικής, σε σχέση με έναν κώδικα αξιών, που βασίζεται στις ατομικές προτιμήσεις. Εκείνη ήταν καντιανή· εγώ ήμουν μηδενιστής. Δεν φαινόταν να υπήρχε κάποιο κοινό πεδίο να μοιραστούμε. Όντας νεότερος και πολύ λιγότερο επιθετικός από αυτήν στον τρόπο με τον οποίον συζητώ, έφυγα από την κουβέντα νιώθοντας πως ήμουν ο χαμένος. Οι προτάσεις μου απορρίφθηκαν από εκείνην τη γυναίκα με ένα συγκαταβατικό γέλιο. Στη συνέχεια, επαναδιατύπωσε τις δικές της θέσεις σαν να ήταν κάτι δεδομένο, χειρονομώντας στον αέρα, σαν να έδειχνε την “κοινή λογική”, με βάση την οποία μιλούσε.
Λοιπόν, έχουν περάσει χρόνια και αλίμονο της εκείνης της γυναίκας, αν οι δρόμοι μας ξανασυναντηθούν. Βλέπετε, η φιλοσοφική μου αυτοπεποίθηση έχει δυναμώσει με τον καιρό και εκ των υστέρων, αναγνωρίζω τα ψεγάδια, τα λάθη και τις σοφιστίες, που χρησιμοποιούνται γενικά από τους ορθολογιστές, αλλά που ήταν ιδιαίτερα εμφανείς στα επιχειρήματα της Καντιανής για την οποία μιλάμε. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να σχεδιάσω το πεδίο της μάχης και να επαναλάβω το συμβάν όπως θα συνέβαινε σήμερα, δείχνοντας όλην τη δύναμη της μηδενιστικής οπτικής και την αδυναμία της αντίθετης πλευράς. Μακριά από το να κάνω το λάθος του να πολεμάω σκιάχτρα, θα δείξω απλά γιατί οι ορθολογιστές δεν μπορούν να παρέχουν ικανοποιητικές ανταπαντήσεις στη μηδενιστική κριτική.
Ο Καντ έδωσε μεγάλη έμφαση στις ορθολογικές ιδιότητες της ηθικής. Σύμφωνα με την άποψή του, οποιοσδήποτε, μέσω μιας λογικής άσκησης, μπορεί να συνάγει τις αρχές και τους κανόνες, που κυβερνούν την ορθή ηθική πράξη. Χρησιμοποιώντας ένα είδος νατουραλιστικού επιχειρήματος, έφτασε στο συμπέρασμα πως η λογική, όπως ένα όργανο, πρέπει να υπάρχει για κάποιο λόγο και αυτός ο λόγος είναι το να συνάγει ηθικές επιταγές. Το να ζεις ηθικά σημαίνει να ζεις σύμφωνα με την επιταγή, που έχει συναχθεί μόνο από την “αγνή” λογική – αυτό που ονομάζεται “Κατηγορηματική Προσταγή” ή αλλιώς “Χρυσός Κανόνας”. Για τον Καντ, η ηθική κατέχει μια διακριτή μορφή, που μπορεί να “συνοψισθεί” σε μια πρωταρχική αρχή και η βάση για να πράττεις ηθικά βρίσκεται στην προσκόλληση σε αυτήν την αρχή.
Τώρα, ο άγρυπνος μηδενιστής θα τραβήξει τα γκέμια. “Ώπα, Καντιανέ! Μπορούμε να κόψουμε ταχύτητα και να μιλήσουμε λίγο για τη “λογική”;” Ο Κάντ και οι ζηλωτές υποστηρικτές του ισχυρίζονται υπεροπτικά πως οι άνθρωποι είναι ουσιαστικά “λογικά όντα”, σαν να ήταν η “λογική” κάτι απτό, που μπορεί να αναγνωριστεί δείχνοντάς το. Αλλά, είναι δύσκολο να δει κανείς την ομοιότητα μεταξύ ενός οργάνου και της “λογικής”. Επιπλέον, υπάρχουν όργανα, όπως η σκωληκοειδίτιδα ή οι αμυγδαλές, τα οποία δεν εξυπηρετούν κανένα σκοπό και που μπορούμε να ζήσουμε περίφημα και χωρίς αυτά. Το πρώτο μου λάθος στη διαφωνία με την “Κα. Καντιανή” ήταν να την χαϊδεύω αντί να την προκαλέσω να εξασκήσει την πραγμοποίηση της “λογικής”.
Αλλά, ακόμα κι αν της επέτρεψα αυτό το βήμα, δεν ισχύει πως πολλά πράγματα, συμπεριλαμβανομένων και ασυμβίβαστων μεταξύ τους συμπερασμάτων, μπορούν να συναχθούν με τη λογική; Πάρτε για παράδειγμα τα επιχειρήματα για την ύπαρξη του θεού. Ας υποθέσουμε πως κάποιος έχει το θράσος να υποστηρίξει πως εφόσον ο θεός είναι ένα τέλειο ον και πως εφόσον η τελειότητα υποδηλώνει ύπαρξη, ο θεός πρέπει να υπάρχει. Αυτό το επιχείρημα είναι απόλυτα “λογικό”. Πηγαίνει πολύ λογικά από τις επαγωγές στο συμπέρασμά του. Ένας εξίσου “λογικός” ανταγωνιστής, όμως, ίσως αντιτάξει το επιχείρημα πως αν υπάρχει ένας απόλυτα “καλός” και παντοδύναμος θεός, δεν θα επέτρεπε την ύπαρξη του “κακού” στον κόσμο. Υπάρχει κακό στον κόσμο. Επομένως, δεν υπάρχει ένας απόλυτα “καλός” και παντοδύναμος θεός. Έτσι, κλείνει το θέμα… Τουλάχιστον μέχρι να ακουστεί το επόμενο “λογικό” επιχείρημα από την άλλη πλευρά. Αν υπάρχει θεός, σίγουρα οι βουλές του είναι άγνωστες (και όχι λογικές).
Όλοι έχουν τους λόγους τους και όλοι χρησιμοποιούν τη λογική, αλλά από αυτό δεν προκύπτει ύπαρξη μιας καθοδηγητικής δύναμης, που ονομάζεται “λογική”. Αντί να μιλάμε για ένα πράγμα ή για μια καθοδηγητική δύναμη, θα ήταν πιο ακριβές να μιλάμε για τη διαδικασία της “εκλογίκευσης”. Όταν μιλάμε για τη λογική, φαίνεται πως αυτό, για το οποίο μιλάμε στην πραγματικότητα, είναι η διαδικασία που μας προσφέρει επιχειρήματα για να στηρίξουμε ένα πιστεύω, μια άποψη ή ένα συμπέρασμα. Η εκλογίκευση εμπεριέχει τη διαδικασία κατάθεσης επιχειρημάτων και τα επιχειρήματα μπορούν να είναι πειστικά με κυρίως δύο τρόπους: μπορούν να επικαλούνται τη λογική ή να επικαλούνται τη διαίσθηση. Τα επιχειρήματα ενός λογικολόγου απεικονίζουν τη λογική πλευρά. Οι ασκήσεις του στους τύπους των επιτρεπόμενων συμπερασμάτων είναι σχεδόν άνευ περιεχομένου και αντιπροσωπεύουν τις ορθολογικές, επίσημες σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών. Στην άλλη πλευρά, εκείνη της διαίσθησης, βρίσκονται τα επιχειρήματα ενός παρουσιαστή τηλεμαραθωνίου. Η ικανότητά του να πείθει βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ένα άμορφο περιεχόμενο. Κλαίει και αγκαλιάζει ανάπηρα παιδιά, βασιζόμενος στη δύναμη της πειθούς των συναισθημάτων, τα οποία είναι προσβάσιμα μέσω της διαίσθησης, για να πυροδοτήσει μια εμφατική ανταπόκριση από τους άλλους. Κάπου ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ακραίους ρυθμούς βρίσκεται ο δικηγόρος, ο οποίος αναμειγνύει τον ορθολογικό νομικισμό με συναισθηματικές επικλήσεις στη δικαιοσύνη.
Η ικανή μορφοποίηση πειστικών, λογικών επιχειρημάτων μαθαίνεται μέσω της αφοσίωσης πολύ χρόνου, προσπάθειας και πολλών πόρων στις ακαδημαικές σπουδές. Είναι μέσω αυτής της ακαδημαικής διαδικασίας νομιμοποίησης που κάποιος κερδίζει το προνόμιο να τον παίρνουν σοβαρά στη δραστηριότητά του να πείσει τους άλλους λογικά. Εξαιτίας του χρόνου, της προσπάθειας και των πόρων, που είναι απαραίτητοι για την “απόκτηση πτυχίων”, μόνο μια μειοψηφία των ατόμων του πληθυσμού θα ακολουθήσουν αυτήν την πορεία. Τα εμπόδια που θέτονται είναι επαρκή για να αποτρέψουν τους περισσότερους ανθρώπους από το να ολοκληρώσουν (ή καν να αποπειραθούν να ακολουθήσουν) ένα πρόγραμμα ακαδημαικών σπουδών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ότι η ικανότητα του να εκθέτεις λογικά επιχειρήματα και τα προνόμια, που τη συνοδεύουν, συγκεντρώνονται στα χέρια μιας σχετικά μικρής ομάδας ατόμων.
Η δύναμη της πειθούς μέσω των επικλήσεων στη διαίσθηση, από την άλλη πλευρά, δεν χαρίζεται μόνο σε εκείνους, που έχουν εκπαιδευτεί επίσημα. Όταν κάποιος κάνει επίκληση στη διαίσθηση, το κάνει θεωρώντας πως οι άλλοι έχουν την ίδια διαίσθηση με εκείνον και πως αυτή η κοινή γνώση είναι επαρκής απόδειξη για διατυπώσει περαιτέρω θέσεις. Για να πείσουν, οι άνθρωποι επικαλούνται συγκεκριμένα συναισθήματα, τα οποία είναι προσβάσιμα μέσω της διαίσθησης, με σκοπό να προκαλέσουν εμφατική ανταπόκριση στους άλλους και να τους συγκινήσουν (πείσουν). Αυτή η τακτική φαίνεται να λειτουργεί, επειδή οι άνθρωποι μοιράζονται ένα παρόμοιο εύρος συναισθηματικών αποκρίσεων. Όπως και να έχει, η ικανότητα του να συγκινείς τους άλλους συναισθηματικά είναι υπαρκτή σε όλα τα μέλη του είδους σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό (…ακόμα και οι πνευματικά δυσλειτουργικοί άνθρωποι μπορούν να προκαλέσουν ενσυναίσθηση, αν και βέβαια το αν μπορούν να ανταποκριθούν στα ίδια αποτελέσματα είναι ένα ανοιχτό ερώτημα). Η επίκληση στη διαίσθηση/συναίσθημα, τότε, είναι ένα πολύ πιο δημοκρατικό εργαλείο από ότι η επίκληση στη λογική.
Το αν μια επίκληση τείνει πιο πολύ να γίνεται στη λογική ή στη διαίσθηση, εξαρτάται από το αντικείμενό της και από το ποιος γίνεται η προσπάθεια να πεισθεί επ’ αυτού. Το συμπέρασμα εκείνου που προσπαθεί να πείσει, σε αυτήν την περίπτωση, είναι απλά εκείνη η άποψη, που θεωρεί εκείνος σωστή και που επιθυμεί και οι άλλοι να τη δεχτούν ως τέτοια. Αν του ζητηθεί να τεκμηριώσει αυτήν την άποψη, μπορεί να εκθέσει τους λόγους που στηρίζει αυτήν την άποψη ή μπορεί απλά να ισχυριστεί πως αυτή είναι “διαισθητικά” σωστή.
Ένα άτομο, που επιχειρηματολογεί σχετικά με μια ηθική κρίση, προσπαθεί να τεκμηριώσει ένα “πρέπει” με βάση αυτό που νομίζει ότι “είναι”. Για παράδειγμα, μπορώ να πω πως “θεωρώ λάθος να βασανίζεις παιδιά με βούκεντρα, άρα θα έπρεπε να μη βασανίζεις παιδιά με βούκεντρα”, κάνοντας έτσι μια περιοριστική ηθική δήλωση με τη μορφή μια περιγραφικής δήλωσης. Το να επιχειρηματολογείς πάνω σε μια ηθική κρίση ένεχει το να κατευθύνεσαι από το δηλωτικό στο προστακτικό· από το “είναι” στο “πρέπει” να είναι. Η μετακίνηση από το “είναι” στο “πρέπει” κάνει το “είναι” απαραίτητο, καθιστώντάς το παγκόσμια αλήθεια και δημιουργώντας μια κρίση με προστακτική ή έμπρακτης κατεύθυνσης δύναμη. Τότε, μια ηθική κρίση εξαρτάται από την κρίση ενός γεγονότος (όπως αυτό γίνεται αντιληπτό). Αλλά, αυτό το γεγονός (ή μια θέση ή μια άποψη ή ότι άλλο), με τον τρόπο που γίνεται αντιληπτό, υπόκειται επίσης στην αποδοχή ή την απόρριψη και αν δεν γίνεται δεκτό ως διαισθητικά σωστό από τον ακροατή, εκείνος που επιχειρηματολογεί σχετικά με αυτό μπορεί να κληθεί να στηρίξει την άποψή του πάνω σε αυτό το “γεγονός” με περισσότερα επιχειρήματα. Αυτή η διαδικασία έκθεσης επιχειρημάτων (ή εκλογίκευσης) θα είναι ατέρμονη, μέχρι εκείνος που επιχειρηματολογεί σχετικά και ο ακροατής να φτάσουν σε κοινές απόψεις, τις οποίες θεωρούν και οι δύο διαισθητικά σωστές (ή μέχρι να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν). Οι συζητήσεις περί ηθικής είναι μια ξεκάθαρη περίπτωση, όπου η αποδοχή ή η απόρριψη ενός συμπεράσματος εξαρτάται λιγότερο από τα επιχειρήματα, που διατυπώθηκαν για να στηρίξουν αυτό το συμπέρασμα, από την αποδοχή ή την απόρριψη συγκεκριμένων “ηθικών διαισθήσεων” σχετικά με το τι είναι σωστό ή λάθος στον κόσμο.
Τώρα, ένας Καντιανός θα ήθελε να πιστέψουμε πως η λογική διατύπωση ηθικών κρίσεων ακολουθεί μια διαδικασία ευθεία, επαγωγική και λογική. Σύμφωνα με τον Καντιανό, ένα άτομο, που το απασχολεί ένα ηθικό ερώτημα, είναι ικανό να συνάγει το συμπέρασμά του από κάποια από τις διατυπώσεις της “Κατηγορηματικής Προσταγής”. Κάθε ανήθικη πράξη θα υπονόμευε την Κατηγορηματική Προσταγή και θα ενέπλεκε το άτομο σε μια λογική αντίφαση. Για παράδειγμα, όταν ένας Καντιανός ρωτάει “Είναι λάθος να βασανίζουμε παιδιά με βούκεντρα;”, η απάντηση του θα είναι ίσως κάπως έτσι: “Η Κατηγορηματική Προσταγή ορίζει πως κάποιος μπορεί να δρα με τέτοιον τρόπο, ώστε μια πράξη του να μπορεί να θεωρηθεί μια καθολική αλήθεια για όλην την ανθρωπότητα. Τι θα γινόταν, λοιπόν, αν όλοι βασάνιζαν παιδιά με βούκεντρα; Λοιπόν, κάποτε ήμουν παιδί. Αν με βασάνιζαν με βούκεντρα, θα ένιωθα μεγάλο σωματικό και συναισθηματικό πόνο. Εφόσον ο πόνος είναι κάτι που θέλω να αποφύγω, δεν θα μπορούσα να θεωρώ το βασανισμό των παιδιών ως καθολική αλήθεια, αφού αυτό θα σήμαινε πως θεωρώ κάτι σωστό για τον εαυτό μου ενώ δεν το κάνω. Θα κατέληγα έτσι σε μια λογική αντίφαση. Έκλεισε το θέμα.” Όλο αυτό φαίνεται πολύ “λογικό”, αλλά όπως έχει σημειωθεί και πριν, το ίδιο ισχύει για πολλά άλλα πράγματα. Ένας μαζοχιστής έχει πολύ διαφορετική λογική και δεν καταλήγει σε καμιά απολύτως αντίφαση.
Αλλά, πέρα από αυτό, ο καντιανός λαμβάνει ως δεδομένο αυτό που τίθεται στην πραγματικότητα υπό συζήτηση. Από πού προέρχεται αυτή η «Κατηγορική Προσταγή» και για ποιο λόγο θα έπρεπε να τη δεχτούμε ως κατευθυντήρια αρχή; Η Κατηγορική Αρχή ακούγεται παραδόξως όμοια με μία από εκείνες τις διαισθήσεις, που είτε μοιράζεσαι με κάποιον, είτε όχι. Το να υποστηρίζεις πως πηγάζει από “καθαρή” λογική μοιάζει με το να λες σε απίστους “Δεν σκέφτεστε αρκετά σκληρά!”, όταν στην πραγματικότητα, είναι, ίσως, ο καντιανός εκείνος που δεν σκέφτεται αρκετά σκληρά σχετικά με το τι κινητροδοτεί την επιθυμία του να προβεί σε καθολικές ηθικές δηλώσεις εξ αρχής.
Ο σκοπός κάθε ηθικής κρίσης είναι να υποβάλλει συγκεκριμένες ανθρώπινες συμπεριφορές και να περιορίσει άλλες, έτσι ώστε όλες οι ηθικότητες να είναι, στην πράξη, καταναγκαστικές. Το επιχείρημα, που εμπλέκεται στη δικαιολόγηση μιας διαίσθησης, χρησιμοποιείται για να πείσει τρίτους πως είναι ορθό να δράσουν σε συμφωνία με εκείνην τη διαίσθηση, περιορίζοντας, έτσι, τον αριθμό των επιτρεπτών δράσεων, που ενδέχεται να επιδιωχθούν. Η μετακίνηση από το “είναι” στο “οφείλει”, τότε, φαντάζει ορμώμενη από την επιθυμία να ελεγχθούν οι δράσεις άλλων ανθρώπων. Σε μια συζήτηση γύρω από την ηθική, λίγοι άνθρωποι επιδιώκουν μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων να περιορίσει τις δράσεις της.
Υφίσταται μια τεράστια ανισορροπία δύναμης στην κοινωνία μας. Μία σχετικά μικρή ομάδα ανθρώπων κατέχει τη δύναμη να επιρεάσει τη συντριπτική πλειοψηφία, μέσω του ελέγχου των νόμιμων ορισμών της ορθής δράσης. Εκείνοι οι ελάχιστοι, στους οποίους επιτρέπεται η συμμετοχή στη μάχη των ανταγωνιστικών ηθικών επιχειρημάτων, είναι εκείνοι που έχουν το δικαίωμα να καθορίσουν το επιτρεπτό πεδίο δράσεων στον πληθυσμό. Εκείνοι οι ικανοί και εκπαιδευμένοι στη χρήση της λογικής είναι αυτοί που έχουν πρόσβαση στο πεδίο μάχης της ηθικής, την ίδια στιγμή που οι όχι τόσο εκπαιδευμένοι βρίσκονται κλειδωμένοι έξω από την αρένα. Από τη στιγμή που η ικανότητα να απευθύνεσαι στον ορθολογισμό δύναται να συγκεντρωθεί στα χέρια των ολίγων, η εκπαίδευση στον ορθολογισμό αποτελεί μια πρόσφορη μέθοδο για να εξασφαλιστεί πως δεν θα έχουν όλοι τη δυνατότητα να ακουστεί η φωνή τους πάνω από τη φασαρία της μάχης. Είναι ένας από τους τρόπους, με τους οποίους η άνιση κατανομή ισχύος διατηρείται. Για να το θέσω απλά, τα λογικά επιχειρήματα θεωρούνται νόμιμα επειδή μόνον ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι μπορούν να τα διατυπώσουν επιδέξια, ενώ οι διαισθητικές προσφυγές νομιμοποιούνται επειδή πολλοί άνθρωποι μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν με άνεση.
Θα πρέπει να τονιστεί πως δεν υπάρχει τίποτα έμφυτο στον ορθολογισμό, που τον καθιστά περισσότερο καταπιεστικό από τη διαίσθηση, όταν χρησιμοποιείται στην επιχειρηματολογία. Το ζήτημα είναι απλά πως το προνόμιο του ορθολογισμού σε βάρος της διαίσθησης είναι μια βολική μέθοδος, για να διασφαλιστεί πως οι περισσότεροι θα δράσουν σε συμφωνία με τις επιθυμίες των ολίγων. Από τη στιγμή που τόσο οι ορθολογικές, όσο και οι διαισθητικές επικλήσεις τελικά επαφύονται σε προϋποθέσεις, που θεμελιώθηκαν διαισθητικά, το προνόμιο των ορθολογικών επιχειρημάτων σε βάρος των διαισθητικών δεν καθιστά τη συζήτηση περί ηθικής λιγότερο βασισμένη στη διαίσθηση. Αυτό το προνόμιο δεν παρέχει κανένα αυθαίρετο και ελεγχόμενο πρότυπο, με το οποίο θα χορηγείται εξουσία στη μία άποψη έναντι της άλλης. Η επιθυμία για καταναγκασμό εκτίθεται στην επιθυμία για διατύπωση ηθικών προτάσεων. Ο ορθολογισμός είναι απλώς ένας αποτελεσματικός τρόπος να καταστεί νόμιμο ένα μικρό έυρος από αυτά τα ηθικά επιχειρήματα.
Ο Νίτσε έγραψε: “Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, ο οποίος συνεχώς αιωρούνταν πάνω από την ανθρωπότητα και ακόμη αιωρείται πάνω της, είναι η έκρηξη της παραφροσύνης – που σημαίνει την έκρηξη αυθαιρεσίας στο συναίσθημα, την όραση και την ακοή, την απόλαυση της απειθαρχείας του μυαλού, τη χαρά του ανθρώπινου παραλογισμού”. Γιατί η έλλειψη ορθολογισμού παρουσιάζεται ως τόσο μεγάλος κίνδυνος; Λοιπόν, δίχως τη σταθερά του ορθολογισμού (ή κάποιας ομοίως ελεγχόμενης σταθεράς) εξαλείφεται η δυνατότητα να κρίνει κανείς ηθικά επιχειρήματα με αποτελεσματικά μέσα κοινωνικού ελέγχου. Εάν “τα πάντα επιτρέπονται”, τότε κανένας δεν έχει το νόμιμο δικαίωμα να ελέγξει οποιονδήποτε. Δεν υφίσταται “σωστό’ ή “λάθος”, μόνο διαφορετικές προοπτικές και προτιμήσεις. Αυτός είναι ένας κίνδυνος για εκείνους, οι οποίοι ισχυρίζονται πως υφίστανται συγκεκριμένες σταθερές, απόλυτες, ανεξάρτητες και “φυσικά προκύπτουσες” αλήθειες, διότι ανακατανέμει την εξουσία του ορισμού, την προηγουμένως συγκεντρωμένη στα δικά τους χέρια ανάμεσα σε όλον τον πληθυσμό. Ο χαρακτήρας της ύπαρξης είναι τέτοιος, που ούτε δύο ερμηνείες μιας κατάστασης είναι ίσες και όλες οι ερμηνείες, τελικά, επαφύονται στο συναίσθημα, τη συγκίνηση, τη διαίσθηση και τις μη-ορθολογικές, ιδιοσυγκρατικές αντιδράσεις. Ο υπαινιγμός αυτής της κατάστασης είναι πως καμία οπτική δεν κατέχει την απόλυτη εξουσία πάνω από κάθε άλλη. Αυτό, που ακολουθεί για τη συζήτηση περί ηθικής, είναι πως το το πεδίο της μάχης των αντικρουόμενων απόψεων διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί την εισβολή εκείνων, που είχαν προηγουμένων κριθεί ως “ακατάλληλοι για υπηρεσία”. Μια τέτοια αλλαγή θα επέτρεπε τη διάλυση των κοινωνικών ιεραρχιών, προωθώντας μια κατάσταση, στην οποία όλα τα μέλη των ειδών θα απολάμβαναν κοινή ελευθερία δράσης και εξερεύνησης των απείρων εναλλακτικών και πιθανοτήτων που ανοίγονται σε αυτά, δίνοντάς μας μια πληρέστερη και πλουσιότερη εικόνα του τι είναι να είσαι άνθρωπος.
Η δημιουργία ηθικών κρίσεων και η υποταγή σε αυτές συνδέεται στενά με την τάση του ανθρώπου να ζει κοινωνικά. Εάν το ζειν κοινωνικά εξαρτάται από την επιβολή των ελαχίστων στους πολλούς, τότε η εξάλειψη των καθολικών ηθικών κρίσεων ίσως σημαίνει την κατάρρευση της κοινωνίας. Αλλά, ο φόβος ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα εμπνέει, δεν είναι απαραίτητα βάσιμος. Η μόνη εναλλακτική σε μια άνιση σχέση ανάμεσα στους λίγους και τους πολλούς δεν είναι απαραίτητα “ο πόλεμος ενός ενάντια σε όλους”. Υπάρχουν εκείνοι που βλέπουν μια εναλλακτική στην εθελοντική συνεργασία μεταξύ προσώπων (η αναρχία των Στίρνερ, Προυντόν, Μπακούνιν και προσφάτως του Μπομπ Μπλακ) και εκείνοι που προκρίνουν ένα είδος ατομικικισμού, μη-παρέμβασης ανάμεσα στους ανθρώπους (Νίτσε και πολλοί πρόσφατοι “μεταμοντέρνοι” συγγραφείς). Το στοιχείο του καταναγκασμού ίσως δεν εξαλειφθεί ποτέ πλήρως, όσον αφορά το πεδίο της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης (απλώς εδραιώνοντας μια προτίμηση σε κάποιον, ο σπόρος της ιεραρχικής κατάταξης είναι παρόντας), αλλά με την εξάλειψη της τάσης προς καθολικές διαισθήσεις, οι άνθρωποι θα ήταν λιγότερο επιρρεπείς στο να περιορίζουν τη διαθέσιμη γκάμα οπτικών σε καταστάσεις και στην πραγματικότητα, θα ήταν περισσότερο πιθανό πως θα διεύρυναν αυτήν τη γκάμα, με αποτέλεσμα μια περισσότερο ποικιλόμορφη, πλούσια και πλήρη απεικόνιση του κόσμου.
Ένας καθηγητής, υπό τον οποίο μαθήτευσα κάποτε, μου είπε ότι όσο βαθύτερα εξερευνεί κανείς το τι σημαίνει να είσαι ορθολογιστής και λογικός, τόσο λιγότερο σίγουρος καθίσταται στο πώς να χαράξει τις γραμμές ορισμού ανάμεσα στα ορθολογικά και τα μη-ορθολογικά πεδία. Ο σώφρων καντιανός αντίπαλός μου παραμένει ίσως ακόμη ακατάπειστος από το σύντομο μονόλογό μου, αλλά θα ήλπιζα πως ένα πράγμα είναι πολύ ξεκάθαρο. Δίχως έναν καθαρό ορισμό της λογικής και του ορθολογισμού, οι ορθολογιστές μάχονται σε μια μάχη, που χάνεται απέναντι σε εμάς, τους πανίσχυρους μηδενιστές. Η μηδενιστική οπτική προσφέρει συνεκτικό και, εάν επιμένετε, “λογικό” απολογισμό της εμφάνισης και της χρήσης της ηθικής σαν μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου. Προσφέρει μία επιζήμια κριτική στον ορθολογισμό γενικώς, υπόσχεται, όμως, να διευρύνει και να εμβαθύνει την κατανόησή μας για τον κόσμο και την ανθρωπότητα.
Αλλά, φυσικά, αυτό είναι μόνον η δική μου οπτική.
John A. Marmysz