«Σε μένα φαίνεται προτιμότερο, οι τιμές προς ανθρώπους που διακρίθηκαν για τις πράξεις τους, να εκδηλώνονται και αυτές μόνο με πράξεις»
Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, 411 π.Χ.
Είναι επικίνδυνο να κηρύσσεις πόλεμο ενάντια στο κράτος και σε αυτό τον κόσμο, επειδή το Κράτος γνωρίζει πώς να κάνει μόνο δύο πράγματα: να εξελίσσεται, και να χτυπά οποιονδήποτε θα μπορούσε να το καταστρέψει, να το αποδυναμώσει ή να εμποδίσει την εξέλιξή του. Ως εκ τούτου, οι αναρχικοί, όρος με τον οποίο εννοούμε τους επαναστάτες, έχουμε συνείδηση των αποφάσεών μας και των ευθυνών που απορρέουν από αυτές. Όταν λέμε επαναστάτες, δεν αναφερόμαστε σε καμία πίστη για έναν τέλειο και ειρηνικό κόσμο, ούτε στη χιμαιρική πεποίθηση για την πιθανότητα να δούμε μια συνολική αντι-εξουσιαστική επανάσταση, την οποία μπορούμε μόνο να ονειρευόμαστε στον πνευματικό αυνανισμό μας, είτε στη διάρκεια της ζωής μας είτε όχι. Μιλάμε για μία μόνιμη τάση προς την εμβάθυνση μιας διαδικασίας ρήξης με την εξουσία και τους θεσμούς της, μέσα από ριζοσπαστική κριτική και καταστροφή.
Στις 22 Μαΐου 2009, ο Mauricio Morales, ένας σεβαστός σύντροφος από το Σαντιάγκο της Χιλής, έπεσε στη μάχη σε αυτό τον κοινωνικό πόλεμο στον οποίο προσπάθησε, όπως και τόσοι άλλοι αναρχικοί προσπαθούν σε όλο τον κόσμο, να συμβάλει με τα δικά μας μέσα και αξίες, με τη δική μας ένταση και τις επιθυμίες. Η έκρηξη της αυτοσχέδιας βόμβας που μετέφερε στην πλάτη του, προκάλεσε τον βίαιο θάνατό του· προοριζόταν για τη Σχολή Σωφρονιστικών Υπαλλήλων, στην οποία είχε φτάσει κοντά. Όσο μακριά και αν είμασταν εκείνη τη στιγμή, στην καρδιά της παλιάς Ευρώπης, το νέο του θανάτου του μας αναστάτωσε γι’ αυτό που ήταν: ο θάνατος ενός αδελφού. Δεν γνωρίζαμε τον Mauricio προσωπικά, αλλά έχει σημασία; Αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας σε αυτόν, όπως αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας κάθε μέρα σε όλες τις επιθέσεις ενάντια στην κυριαρχία, και αυτό ήταν αρκετό για εμάς. Όπως πολλοί άλλοι, φωτίσαμε τη νύχτα σε ανάμνησή του. Επειδή αυτή είναι η μοναδική μορφή επετείου που μας ταιριάζει για να χαιρετίσουμε τη μνήμη ενός συντρόφου: η συνέχιση του αγώνα σε ένδειξη αλληλεγγύης, ναι, αλλά και πολλά περισσότερα: να πολλαπλασιάζουμε στην πράξη την κριτική ενάντια σε αυτό τον κόσμο, και να υποθάλπουμε τη διάχυσή της.
Επειδή οι επιθέσεις μας ενάντια στο υπάρχον δεν έχουν ως πρωταρχικό τους στόχο ούτε να τιμήσουν τη μνήμη των συντρόφων που έπεσαν, ούτε να στείλουν αφιερώσεις στον έναν ή στον άλλο φυλακισμένο σύντροφο, ούτε να συνδιαλλαγούν με την εξουσία σώμα με σώμα και μετωπικά. Η επίθεση για εμάς είναι μια αναγκαιότητα ώστε ο λόγος μας να έχε νόημα και οι ιδέες μας να μην είναι απλά έννοιες. Και θεωρούμε τελείως δευτερεύουσα, τη βρίσκουμε εντελώς περιττή, αυτή την ανάγκη πάντα να στέλνουμε κλεισίματα του ματιού ή να είμαστε αυτό-αναφορικοί. Οι αποδέκτες αυτών των νευμάτων δεν χρειάζεται να ονοματίζονται αν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε μία πράξη καθαυτή. Και το να αφιερώνουμε μια επίθεση σε ένα σύντροφο απομακρύνει άλλους από τη δυνατότητα να την ιδιοποιηθούν για τον εαυτό τους, και αποκόπτει εμάς από έναν άπειρο αριθμό δυνατοτήτων για ιδιοποίηση και επαναληψιμότητα, καθώς και από την ανωνυμία που χαρακτηρίζει την αναρχική μας παρέμβαση με όλη της την ταπεινοφροσύνη. Για να ξεκαθαρίσουμε τι αποκαλούμε ταπεινοφροσύνη, εννοούμε ότι οι επιθέσεις μας καταγράφονται ως μέτριες συνεισφορές στον κοινωνικό πόλεμο που διεξάγεται από πάντα, και όχι ως ηρωικές πράξεις, αλλά όπως λέμε πάντα, είναι εύκολο να επιτίθεσαι και δεν έχει σημασία ποιο είναι το εξοργισμένο άτομο που επιτίθεται. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι σύντροφοί μας που έπεσαν στη μάχη δεν είναι ήρωες.
Οι επιθέσεις μας είναι καθημερινές, δεν περιμένουν και δε χρειάζονται κανένα κάλεσμα αλληλεγγύης. Αυτή είναι η μόνη μορφή επετείου για εμάς: η συνεχής σύγκρουση. Γιατί όλες οι άλλες μορφές επετείου δε γιατρεύουν την εξεγερμένη καρδιά μας, γιατί το κλάμα δεν έριξε ποτέ κανένα τοίχο. Είτε είναι θεϊκής είτε ανθρώπινης θρησκείας, οι απόστολοι αυτού του κόσμου δε προσφέρουν καμιά λύση στα προβλήματά μας. Ολονυχτίες, τελετές, μοιρολόγια, επετείους, όμορφα λόγια και φτηνό λυρισμό τα εγκαταλείπουμε πρόθυμα και βαδίζουμε στο μονοπάτι που έχουμε διαλέξει. Δε μας ενδιαφέρει η δόξα και οι τιμές αλλά η αξιοπρέπεια, η αγάπη και το μίσος. Με αυτές τις τρεις αδερφές πορευόμαστε κάθε μέρα. Θα προτιμούσαμε να μη νιώθαμε την ανάγκη να γράψουμε αυτές τις γραμμές, αλλά φοβόμαστε πως βλέπουμε αξίες θρησκευτικής και στρατιωτικής προέλευσης να αναμιγνύονται με τις δικές μας.
Η λατρεία των νεκρών είναι απλά μια προσβολή στον αληθινό πόνο. Το να κρατάς ένα μικρό κήπο, να ντύνεσαι στα μαύρα και να φοράς βέλο, δεν αποδεικνύουν την ειλικρίνεια της θλίψης. Πρέπει και η θλίψη να εξαφανιστεί, τα άτομα πρέπει να αντιδρούν στο τέλος των πραγμάτων και αναπόφευκτα στο θάνατο. Πρέπει να πολεμήσουμε ενάντια στο να υποφέρουμε αντί να το επιδεικνύουμε, αντί να πορευόμαστε σε γκροτέσκες λιτανείες και με ψεύτικες ευχές. Πρέπει να ανατρέψουμε τις πυραμίδες, τους τύμβους, τους τάφους· πρέπει να περάσουμε το άροτρο μέσα από τους τοίχους του νεκροταφείου για να απαλλάξουμε την ανθρωπότητα από αυτό που ονομάζεται σεβασμός στους νεκρούς, αλλά είναι η λατρεία των πτωμάτων.
Albert Libertad, L’anarchie, 31 Οκτώμβρίου 1907
Δεν υπάρχει δόξα στο θάνατο στη μάχη. Η εξουσία μας επιφυλάσσεις μακάβριες συνέπειες για την απόφαση μας να πολεμήσουμε, είτε αυτές είναι φυλακή, είτε βασανιστήρια, είτε θάνατος. Όλα αυτά τα άσχημα νέα είναι κομμάτι του συμβολαίου που υπογράψαμε με τους εαυτούς μας, στην απόφαση μας να είμαστε σε πόλεμο με το υπάρχον. Ξέρουμε ότι μπορούμε να περιμένουμε, από το πιο όμορφο μέχρι το πιο τραγικό και είμαστε προετοιμασμένοι ότι και να γίνει. Αυτή τη φορά ήταν θανάσιμο, αλά αυτό δε σημαίνει πως ο Mauricio ήταν ένας πιο αφοσιωμένος και πιο γενναίος σύντροφος από οποιονδήποτε άλλο μαχητή. Εκείνη τη νύχτα, υπολόγισε τα ρίσκα όπως κάνουν πολλοί άλλοι κάθε νύχτα και η τύχη τον έκλεψε από εμάς. Θα μπορούσε να συμβεί σε σένα, σε μένα, σ’αυτόν, σ’αυτήν ή σε οποιαδήποτε άλλη ατομικότητα για την οποία η Αναρχία δεν είναι μόνο λόγια και πόζα.
Πολλοί από τους συντρόφους μας πέθαναν στη μάχη. Οι Ραβασόλ, οι Φιλίπι, οι Μοράλες της ιστορίας μας είναι πολλοί, ζουν λιγότερο ή περισσότερο στη μνήμη μας, συνεχίζουν να ζουν σε κάθε χτύπημά μας, σε κάθε επίθεση ενάντια στην κυριαρχία. Και δεν είναι μάρτυρες, δεν πέθαναν για κάποιο σκοπό, δε θυσίασαν τους εαυτούς τους. Πέθαναν προσπαθώντας να ζήσουν το όνειρο, δεν παραδόθηκαν και σκοτώθηκαν. Αυτό είναι όλο. Τίποτα δε θα τους φέρει πίσω, κανένα τραγούδι, κανένα ποίημα, κανένας λόγος γιατί δεν υπάρχει το πέρα, δεν υπάρχουν ήρωες, δεν υπάρχει ένας άλλος κόσμος που μπορούμε να γιατρέψουμε τις πληγές που μας δημιούργησε τούτος.
Σύντροφοι, ας μην ενδώσουμε στο τραγούδι των σειρήνων του θαυμασμού, του χαρίσματος και της κοινωνικής αξίας. Οι αναρχικοί δεν πρέπει να κανονικοποιούνται. Ας τα αφήσουμε αυτά στις περσόνες και στη θρησκευτική ειδωλολατρία. Ας είναι ο καθένας και η καθεμία ο δικός του/της ήρωας/ηρωίδα αντί να ψάχνει το μεγαλείο στους άλλους. Ο Mauricio δεν είναι γλυπτό, αφίσα ή είδωλο. Είναι μια πηγή έμπνευσης, ένας αδερφός.
Ενάντια στη λατρεία των πτωμάτων.
Ιούνιος 2013
Η μετάφραση έγινε από την αναρχική ομάδα Έρεβος